- τραπέζωμα
- το, -ατοςη παράθεση γεύματος: Όλο τραπεζώματα του κάνουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραπέζωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τραπεζῶ, ώνω] νεοελλ. (συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιους μσν. συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος (αρχ) 1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι 2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματα προσφορές στους θεούς … Dictionary of Greek
τραπεζώματα — τραπέζωμα what is set upon a table neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζώματος — τραπέζωμα what is set upon a table neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτραπέζωμα — ἐπιτραπέζωμα, τὸ (AM) συνήθ. στον πληθ. τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραπέζωμα (< τραπεζώ)] … Dictionary of Greek
(ε)πιστρόφια — τα το πρώτο επίσημο τραπέζωμα των νιόπαντρων και των συγγενών και φίλων του γαμπρού που γινόταν στην όγδοη ημέρα μετά το γάμο στο σπίτι των γονιών της νύφης. πιστρόφια τα 1. η επιστροφή, γυρισμός: Στα πιστρόφια το καράβι κάτασπρ άπλωνε πανιά. 2.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)